- δουλεύομαι
- δουλεύωto be a slavepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δουλεύομαι — δουλεύομαι, δουλεύτηκα, δουλεμένος βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: δουλεύομαι : η λόγια μτχ. δεδουλευμένος χρησιμοποιείται προκειμένου να χαρακτηριστούν μισθοί κτλ. (δεδουλευμένα ημερομίσθια) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνεργάζομαι — ΝΜΑ [εργάζομαι] εργάζομαι μαζί με άλλον ή με άλλους, συμπράττω (α. «συνεργάζομαι αρμονικά μαζί τους για την ολοκλήρωση τής μελέτης» β. «εἰ ξυμπονήσεις καὶ συνεργάσει σκόπει», Σοφ.) νεοελλ. 1. είμαι συνεργάτης, παρέχω την προσφορά μου σε περιοδικό … Dictionary of Greek